- ἐπιτόκου
- ἐπίτοκοςnear childbirthmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόφορος — ον, Α [προφέρω] 1. αυτός που τοποθετείται μπροστά από κάποιον 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πρόφορος το υγρό ανάμεσα στο έμβρυο και στους υμένες που τό περιβάλλουν, τα «νερά» τής επιτόκου … Dictionary of Greek